- ὀνοματοθεσίας
- ὀνοματοθεσίᾱς , ὀνοματοθεσίαthe giving a namefem acc plὀνοματοθεσίᾱς , ὀνοματοθεσίαthe giving a namefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Циангас, Пасхалис — Священник Пасхалис Циангас Пасхалис Α. Циангас (греч. Πασχάλης Τσιάγκας, 18 … Википедия
ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… … Dictionary of Greek
ονοματολογία — η 1. το σύνολο τών όρων ενός επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου, ορολογία («ιατρική ονοματολογία») 2. η διερεύνηση, διευκρίνηση και εξήγηση τών ονομασιών τών διαφόρων μερών ή τών τμημάτων που συγκροτούν ένα σύνολο (α. «ονοματολογία τού… … Dictionary of Greek
σολμισμός — ο, Ν μουσ. σύστημα ονοματοθεσίας τών φθόγγων με τη βοήθεια συλλαβών, αλλ. σολμιζάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solmization < sol «σολ» + mi «μι»] … Dictionary of Greek